Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐξ ἐρίου

См. также в других словарях:

  • ἐρίου — ἔριον wool neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποκάρι — το / ποκάριον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. το σύνολο τού ερίου από την κουρά προβάτου, ο πόκος 2. όγκος ερίου μσν. αρχ. μικρή ποσότητα ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. πόκαι (βλ. λ. πόκος), πρβλ. μυκην. poka = πόκη] …   Dictionary of Greek

  • εριουργία — η (AM ἐριουργία) [εριουργός] νεοελλ. βιομηχανία κατεργασίας τού ερίου για παραγωγή μάλλινων υφασμάτων ή ειδών πλεκτικής ή ταπήτων αρχ. η κατεργασία τού ερίου …   Dictionary of Greek

  • ἀερίου — ἀ̱ερίου , ἀέριος misty masc/neut gen sg ἀ̱ερίου , ἀέριος misty masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PHRENITIS — sapientiae morbus, Plinio, l. 7. c. 51. cui et fimbriarum curam et vestium plicaturas tribuit. Eidem κροκυδισμὸν Galenus ascribit, in Medico; Ubi κροκυδισμὸς, est a verbo κροκυδίζειν, quod Pollux exponit ἐκλέγειν τὸ τραχὺ τοῦ ἐρίου, asperiores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PURGAMENTUM Lanae novissimum — apud Plin. l. 8. c. 48. Lanae et per se coactae vestem faciunt: et si addatur acetum, etiam ferro resistunt: imo vero etiam ignibus, novissimo sui purgamento; quippe ineis polientium extractae, in usum tomenti veniunt, est, quô in veste iam texta …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SELLA — I. SELLA Aegypti Urbs; vel SELA in Augustamnica provinc. Concil. Ephes. tertium. II. SELLA atque Lectica, ob commoditatem potius eorum, qui vel senectute vel morbô impediti ambulare pedibus non potetant, vel ob delitias, quibus semper homines… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

  • γουόρστεντ — 1. στριμμένο νήμα ερίου, νήμα πενιέ (για υφάσματα και πλεκτά) 2. μάλλινο ύφασμα πενιέ (ενδυμάτων) …   Dictionary of Greek

  • εριοβιομηχανία — η η βιομηχανία τού ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + βιομηχανία] …   Dictionary of Greek

  • εριοπώλης — ἐριοπώλης, ὁ (Α) ο πωλητής ή ο έμπορος ερίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < έριο( ν) + πώλης (< πωλώ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»